συνοικείωση

συνοικείωση
η / συνοικείωσις, -ώσεως, ΝΑ [συνοικειῶ / -ώνω]
εξοικείωση, εθισμός
αρχ.
1. αστρολ. συνδυασμός
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο πολύ διαφορετικά πράγματα αποδίδονται σε ένα πρόσωπο ή συνδέονται εκφραστικά
3. στον πληθ. αἱ συνοικειώσεις
αλληγορική συνταύτιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”